- προστύχῃς
- προστυγχάνωobtain one's share ofaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστυχής — engaged in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχής — ές, Α 1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.) 2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» τόν συναντά κάποιος τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀ τυχής] … Dictionary of Greek
προστυχεῖς — προστυχής engaged in masc/fem acc pl προστυχής engaged in masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχές — προστυχής engaged in masc/fem voc sg προστυχής engaged in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχέσι — προστυχής engaged in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχέσιν — προστυχής engaged in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχῶς — προστυχής engaged in adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχώς — Α βλ. προστυχής … Dictionary of Greek
πρόστυχος — η, ο, Ν 1. (για πρόσωπο ή πράξη) χυδαίος, τιποτένιος, χαμερπής («πρόστυχο φέρσιμο») 2. (για εμπόρευμα) κακής ποιότητας, ευτελής 3. το θηλ. ως ουσ. η πρόστυχη πόρνη, πουτάνα. επίρρ... πρόστυχα Ν κατά τρόπο πρόστυχο («μιλάει πρόστυχα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek